Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐν ἡμετέρου

См. также в других словарях:

  • ἡμετέρου — ἡμέτερος our masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θἠμετέρου — ἡμετέρου , ἡμέτερος our masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • τηλοτάτω — Α επίρρ. πάρα πολύ μακριά («τήνπερ τηλοτάτω φάσ ἔμμεναι οἵ μιν ἴδοντο λαῶν ἡμετέρου», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + κατάλ. τών επιρρ. τού υπερθ. βαθμού ο τάτω (πρβλ. μακρ ο τάτω)] …   Dictionary of Greek

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • φύραμα — το, ΝΜΑ [φυρῶ] 1. ζυμάρι, αλεύρι ανακατεμένο με νερό και ζυμωμένο 2. οτιδήποτε μπορεί να αναμιχθεί με νερό και να ζυμωθεί, όπως λ.χ. το υλικό που χρησιμοποιεί ο αγγειοπλάστης νεοελλ. 1. (βιοχ.) παλαιότερη ονομασία τού ενζύμου 2. είδος πτηνοτροφής …   Dictionary of Greek

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»